- επιβλαστάνω
- (αόρ. επεβλάστησα) αμετ. уст. бот. паразитировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιβλαστάνω — (AM ἐπιβλαστάνω) βλαστάνω επάνω ή κοντά σε κάτι αρχ. βλαστάνω πάλι … Dictionary of Greek
επιβλάστησις — ἐπιβλάστησις, η (Α) [επιβλαστάνω] βλάστηση μετά από κάτι … Dictionary of Greek
προσεπιβλαστάνω — Α [ἐπιβλαστάνω] βλαστάνω επί πλέον ή εκ νέου, βγάζω και πάλι νέους βλαστούς … Dictionary of Greek